- αστόχημα
- το (AM ἀστόχημα) [αστοχώ]η αποτυχία, το σφάλμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστόχημα — failure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχημάτων — ἀστόχημα failure neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχήμασιν — ἀστόχημα failure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχήματα — ἀστόχημα failure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχήματι — ἀστόχημα failure neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαστοχιά — η [ξαστοχώ] 1. ξαστόχημα 2. αστόχημα, λησμοσύνη … Dictionary of Greek
ξαστόχημα — το [ξαστοχώ] 1. το να πέσει κάποιος έξω από τους στόχους του, αστόχημα 2. παράλειψη που οφείλεται σε λησμοσύνη … Dictionary of Greek